Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοφίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοφίζομαι [sofízome] Ρ2.1β : επινοώ κτ. ευφυές, έξυπνο, πρωτότυπο, ή πονηρό· μηχανεύομαι, σκαρφίζομαι: Για να δικαιολογήσει την αποτυχία του σοφίστηκε ολόκληρο παραμύθι. Kαι τι δε σοφίστηκαν για να μας ξεγελάσουν.

[αρχ. σοφίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες