Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουσουδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουσουδίζω [susuδízo] Ρ2.1α : μειωτικά και περιγελαστικά, για γυναίκα που συμπεριφέρεται ως σουσού. || περιπαικτικά, και για μικρό κορίτσι που μιμείται τρόπους μεγάλης γυναίκας.

[σουσουδ- (σουσού) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες