Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουρίζω [surízo] Ρ2.2α : (λαϊκότρ.) σφυρίζω.

[αρχ. συρίζω με τροπή [i ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες