Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουβλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουβλίζω [suvlízo] -ομαι Ρ2.1 : α. περνώ σφάγιο στη σούβλα και το ψήνω: ~ αρνί, το ψήνω στη σούβλα. β. (προφ., για πρόσ.) ανασκολοπίζω.

[μσν. σουβλίζω < σούβλ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες