Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοτάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοτάρω [sotáro] -ομαι Ρ6 : τσιγαρίζω.

[σοτ(έ) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες