Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σολοικίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολοικίζω [solikízo] Ρ2.1α : μιλώ ή γράφω με συντακτικά σφάλματα, κάνω σολοικισμούς.

[λόγ. < αρχ. σολοικίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες