Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σνομπάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σνομπάρω [snobáro] Ρ6α : αντιμετωπίζω κπ. με τρόπο υπεροπτικό και ακατάδεκτο, έχω συμπεριφορά σνομπ.

[σνομπ -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες