Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκώπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκώπτω [skópto] Ρ4α : (λόγ.) κοροϊδεύω, πειράζω κπ. λέγοντας αστεϊσμούς.

[λόγ. < αρχ. σκώπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες