Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκυθρωπάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκυθρωπάζω [skiθropázo] Ρ2.1α μππ. σκυθρωπασμένος : (λόγ.) σκυθρωπιάζω.

[λόγ. < αρχ. σκυθρωπάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες