Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκούζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκούζω [skúzo] Ρ2.2α : (οικ.) βγάζω διαπεραστικές κραυγές· ουρλιάζω, στριγκλίζω: Tι έχει το σκυλί και σκούζει έτσι; Έσκουζε από τον πόνο. Σκούζει σαν να τον σφάζουν. || (λαϊκότρ.) κλαίω: Γιατί σκούζεις; Σκούζει το μωρό.

[ενεργ. του αρχ. σκύζομαι `είμαι εξαγριωμένος΄ (χωρίς τροπή [u > y > i], δες Υ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες