Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκουραίνω [skuréno] Ρ7.4α : κάνω κτ. σκούρο ή σκουρότερο, γίνομαι σκούρος ή σκουρότερος: Πρέπει να σκουρύνεις λίγο το χρώμα των μαλλιών σου. Σκούρυναν τα μάτια του τώρα που μεγάλωσε. (έκφρ.) σκουραίνουν τα πράγματα, η κατάσταση χειροτερεύει.

[σκούρ(ος) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες