Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουραίνω [skuréno] Ρ7.4α : κάνω κτ. σκούρο ή σκουρότερο, γίνομαι σκούρος ή σκουρότερος: Πρέπει να σκουρύνεις λίγο το χρώμα των μαλλιών σου. Σκούρυναν τα μάτια του τώρα που μεγάλωσε. (έκφρ.) σκουραίνουν τα πράγματα, η κατάσταση χειροτερεύει.
[σκούρ(ος) -αίνω]