Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουντουφλώ [skundufló] & -άω Ρ10.1α : σκοντάφτω παραπαίοντας λόγω ζαλάδας, μέθης, νύστας κτλ.: Σηκώθηκε από το κρεβάτι σκουντουφλώντας.
[ίσως συμφυρ. σκοντάφτω + τυφλός]