Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαμαχώ [skiamaxó] Ρ10.9α : αγωνίζομαι μάταια, άσκοπα, αφού ο εχθρός είναι ανύπαρκτος, φανταστικός ή αόρατος.
[λόγ. < αρχ. σκιαμαχῶ `μάχομαι με σκιά΄ κατά τη σημ. του σκιαμαχία]