Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνογραφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκηνογραφώ [skinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω το σκηνογράφο.

[λόγ. < ελνστ. σκηνογραφῶ `ζωγραφίζω τη σκηνή 1΄ κατά τη σημ. του σκηνογράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες