Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκηνογραφώ [skinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω το σκηνογράφο.
[λόγ. < ελνστ. σκηνογραφῶ `ζωγραφίζω τη σκηνή 1΄ κατά τη σημ. του σκηνογράφος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. σκηνογραφῶ `ζωγραφίζω τη σκηνή 1΄ κατά τη σημ. του σκηνογράφος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |