Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαρτεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαρτεύω [skartévo] Ρ5.2α : (προφ.) κάνω κτ. σκάρτο ή γίνομαι σκάρτος: Tα σκάρτεψαν τα παπούτσια. Σκάρτεψε η κοινωνία.

[σκάρτ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες