Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαντζάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαντζάρω [skandzáro] Ρ6α : αλλάζω βάρδια, σκοπιά με κπ. άλλο.

[βεν. scangiar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες