Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκανδαλολογώ [skanδaloloγó] Ρ10.9α : συζητώ επίμονα ή δημοσιεύω συνεχώς πληροφορίες που αφορούν (υποτιθέμενα) σκάνδαλα: Aντί να σκανδαλολογείτε, κάνετε εποικοδομητική και ουσιαστική κριτική στην κυβέρνηση.
[λόγ. σκανδαλο(λογία) -λογώ (αναδρ. σχημ.)]