Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιωπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιωπώ [siopó] Ρ10.1α : (λόγ.) 1. σωπαίνω. 2. δεν εκφράζω αυτό που αισθάνομαι ή που σκέφτομαι, δεν αποκαλύπτω κτ. που ξέρω: Προτίμησε να σιωπήσει. Ξέρει την αλήθεια αλλά σιωπά.

[λόγ. < αρχ. σιωπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες