Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιροπιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιροπιάζω [siropxázo] -ομαι & σοροπιάζω [soropxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. περιχύνω ένα γλυκό με σιρόπι: Tα γλυκά του ταψιού πρέπει να είναι καλά σιροπιασμένα. 2. (μτφ., λαϊκ.) εκδηλώνω ερωτικά συναισθήματα με τρό πο μάλλον γελοίο: Σοροπιάζει τόσην ώρα μια μαθητριούλα.

[σιρόπ(ι) -ιάζω· υποχωρ. αφομ. [i-o > o-o] κατά το σιρόπι > σορόπι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες