Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιμώνω [simóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) πλησιάζω.
[μσν. σιμώνω < σιμ(ά) -ώνω (πρβ. ελνστ. σιμῶ `στρίβω προς τα πάνω τη μύτη΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. σιμώνω < σιμ(ά) -ώνω (πρβ. ελνστ. σιμῶ `στρίβω προς τα πάνω τη μύτη΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |