Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγουράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγουράρω [siγuráro] Ρ6α : (προφ.) σιγουρεύω.

[βεν. segurar με τροπή [se > si] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες