Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεμνύνομαι [semnínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αισθάνομαι υπερήφανος και καμαρώνω για κτ., για το οποίο αξίζει να παινεύεται και να καμαρώνει κανείς: H πατρίδα σεμνύνεται για τα άξια τέκνα της.
[λόγ. < αρχ. σεμνύνω (σεμνύνομαι `είμαι μεγαλόπρεπος΄)]