Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελιδοποιώ [seliδopió] -ούμαι Ρ10.9 : καθορίζω τη μορφή που θα έχουν οι σελίδες ενός στοιχειοθετημένου κειμένου.
[λόγ. σελιδ- (δες σελίδα) -ο- + -ποιώ]