Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεκλετίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεκλετίζω [sekletízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) προκαλώ σε κπ. στενοχώρια, τον θλίβω, τον κάνω να υποφέρει: Mη σεκλετίζεσαι! Πολύ σεκλετισμένο σε βλέπω σήμερα.

[σεκλέτ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες