Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σγουραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σγουραίνω [zγuréno] Ρ7.4α : για μαλλιά που γίνονται σγουρά: Σγούρυναν τα μαλλιά μου από την υγρασία. || για μαλλιά που τα κάνω σγουρά με τεχνητό τρόπο· κατσαρώνω. ANT ισιώνω.

[σγουρ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες