Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβουρίζω [zvurízo] Ρ2.3α : 1α. για την περιστροφική κίνηση της σβούρας. β. κάνω θόρυβο όπως η σβούρα όταν περιστρέφεται. 2. για κπ. που κινείται ασταμάτητα. 3. (προφ.) χτυπώ κπ. με καρπαζιά: Φύγε μη σου σβουρίξω καμία.
[μσν. σβουρίζω < σβούρ(α) -ίζω]