Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβουρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σβουρίζω [zvurízo] Ρ2.3α : 1α. για την περιστροφική κίνηση της σβούρας. β. κάνω θόρυβο όπως η σβούρα όταν περιστρέφεται. 2. για κπ. που κινείται ασταμάτητα. 3. (προφ.) χτυπώ κπ. με καρπαζιά: Φύγε μη σου σβουρίξω καμία.

[μσν. σβουρίζω < σβούρ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες