Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβολιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σβολιάζω [zvolázo] Ρ2.1α μππ. σβολιασμένος : για κτ. το οποίο έχει μετατραπεί σε σβόλους: Nα ανακατεύεις συνέχεια για να μη σβολιάσει η ζύμη. Σβόλιασε η ζάχαρη / το αλεύρι.

[σβόλ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες