Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαϊτεύω [saitévo] -ομαι & σαγιτεύω [sajitévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) 1. σημαδεύω και χτυπώ κπ. με τη σαΐτα. || κινούμαι σαν σαΐτα: Tα χελιδόνια σαϊτεύανε τον αέρα. 2. (μτφ.) για το φτερωτό θεό, εκτοξεύω τα ερωτικά μου βέλη και με επέκταση σαγηνεύω: Tον σαγίτεψαν τα κάλλη της. Έχει μάτια που σαϊτεύουν.
[μσν. σαϊτεύω < ελνστ. σαγιτεύω με αποβ. του μεσοφ. [j] κατά το σαγίτα > σαΐτα· ελνστ. σαγιτεύω]