Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρανταρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρανταρίζω [sarandarízo] Ρ2.1α : γίνομαι σαράντα χρόνων.

[σαραντά ρ(ης) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες