Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαπωνοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαπωνοποιώ [saponopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (λόγ.) μετατρέπω μια λιπαρή ουσία σε σαπούνι. 2. για τη φάση της αποσύνθεσης ενός πτώματος.

[λόγ. σαπων- (δες στο σαπούνι) -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες