Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαμποτάρω [sabotáro] -ομαι Ρ6 : παρεμποδίζω, με μυστικές ενέργειες, την πραγματοποίηση των σχεδίων του αντιπάλου· δημιουργώ προσκόμματα σε κπ. αποβλέποντας στην επίτευξη των δικών μου στόχων.
[γαλλ. sabot(er) -άρω]