Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακατεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακατεύω [sakatévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. προξενώ σε κπ. μόνιμη αναπηρία: Έπεσε από τη σκάλα και σακατεύτηκε για όλη του τη ζωή. Σακάτεψε τα μάτια του με το διάβασμα. Είναι σακατεμένος άνθρωπος, είναι ανάπηρος ή έχει κάποια χρόνια πάθηση. || (επέκτ.): Έδωσα μια κουτουλιά και σακατεύτηκα, χτύπησα πολύ. Είμαι σακατεμένος από την πολλή δουλειά, πολύ κουρασμένος. Σακατεύτηκα, ώσπου να κουβαλήσω τόσες τσάντες, κουράστηκα πολύ. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω αλύπητα. 2. (μτφ.) προξενώ σε κτ. ανεπανόρθωτη ζημιά από κακή χρήση ή επέμβαση: Tο σακάτεψε το κείμενο με τις διορθώσεις που έκανε. H μοδίστρα μού το σακάτεψε το φόρεμα.

[σακάτ(ης) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες