Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεύω [révo] Ρ5.2α (συνήθ. στο αορ. θ.) : α.εξαντλούμαι, εξασθενίζω σωματικώς και πολύ: Έρεψε από τη φτώχεια / από την πείνα / από την αρρώστια. β. εξαντλώ, εξασθενίζω κπ.: Tον έρεψε η πείνα.

[αρχ. ῥέω `χύνομαι, λιώνω΄ αόρ. ἔρρευσα > έρρεψα (ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ) μεταπλ. -έβω κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες