Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεγουλάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεγουλάρω [reγuláro] -ομαι Ρ6 : α.δίνω σε μια εργασία έναν ομαλό και κανονικό ρυθμό, έτσι που να εξελίσσεται σταθερά, χωρίς εμπόδια και καθυστερήσεις· βάζω σε ρέγουλα: Kοίτα να ρεγουλάρεις το διάβασμά σου. β. ρυθμίζω ένα μηχανισμό για να λειτουργεί κανονικά, όπως πρέπει: ~ μια μηχανή. Kαλά ρεγουλαρισμένη μηχανή.

[ρέγουλ(α) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go