Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσαράζω [prosarázo] Ρ2.2α : (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι σε αβαθή βυθό ή σε υφάλους: Tο πλοίο προσάραξε στα αβαθή του λιμανιού και ακινητοποιήθηκε.
[λόγ. < ελνστ. προσαράσσω μεταπλ. κατά το αράσσω > αράζω]



