Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολιτογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιτογραφώ [politoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εγγράφω έναν αλλοδαπό στα μητρώα των πολιτών μιας χώρας παρέχοντάς του τα ανάλογα πολιτικά δικαιώματα: Πήγε μετανάστης στη Γερμανία και τελικά πολιτογραφήθηκε (ως) Γερμανός πολίτης. 2. (μτφ.) αποδέχομαι και εντάσσω κτ. κάπου, το οικειοποιούμαι, το καθιερώνω: Ξένες λέξεις που πολιτογραφήθηκαν στα Ελληνικά.

[λόγ. < ελνστ. πολιτογραφῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go