Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλειστηριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλειστηριάζω [plistiriázo] Ρ2.1α : (λόγ.) πουλώ κτ. με πλειστηριασμό.

[λόγ. < αρχ. πλειστηριάζω `υψώνω την τιμή΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go