Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πικάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικάρω [pikáro] -ομαι Ρ6 : ερεθίζω, εξοργίζω κπ. με λόγια ή με ενέργειες, προκαλώ την οργή, το θυμό κάποιου: Προσπάθησε να την πικάρει. Kατάλαβα πως ήταν πικαρισμένος.

[ιταλ. piccar(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go