Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεταρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεταρίζω [petarízo] Ρ2.1α : 1. φτερουγίζω ελαφρά. 2. (μτφ.) για ελαφρές και συνεχείς συσπάσεις: Πεταρίζει το μάτι μου. Πεταρίζει η καρδιά μου, σκιρτά από λαχτάρα για κτ.

[συμφυρ. πετ(ώ) + (λαχτ)αρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go