Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεταλουδίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεταλουδίζω [petaluδízo] Ρ2.1α : για γρήγορο και χαριτωμένο πέταγμα, συνήθ. μτφ., για γυναίκα με πολλές, επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις.

[πεταλούδ(α) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go