Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιελίσσω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιελίσσω [perielíso] -ομαι Ρ αόρ. περιέλιξα, απαρέμφ. περιελίξει, παθ. αόρ. περιελίχθηκα, απαρέμφ. περιελιχθεί : (λόγ.) τυλίγω κτ. γύρω από άλλο (ελικοειδώς).

[λόγ. < αρχ. περιελίσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες