Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγιοποιώ [pajiopió] -ούμαι Ρ10.9 : α.κάνω να γίνει κτ. πάγιο, αμετάβλη το· παγιώνω: Παγιοποιημένα σχήματα. || σταθεροποιώ: ~ τη θέση μου. β. μεταβάλλω χρηματικό ποσό σε πάγιο: ~ ένα δάνειο.
[λόγ. πά γι(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. consolider]



