Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλίζω [ksilízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) δέρνω κπ., του δίνω ξυλιές.

[ξύλ(ο) -ίζω (διαφ. το αρχ. ξυλίζω `μαζεύω ξύλα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλίζω.
  • Χτυπώ, δέρνω κάπ. με ξύλο, δίνω ξυλιές:
    • (Μπερτόλδος 24
    • ξυλίζειν … την ράχην σου μετά ράβδων (Σπανός D 1231).

[<ουσ. ξύλον + κατάλ ‑ίζω. Διαφορ. το αρχ. ‑ομαι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες