Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξετελεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξετελεύω· εξητελεύω· ξετελεύ(γ)ω· μτχ. παρκ. ξετελεμένος.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Τελειώνω, αποτελειώνω:
      • να ξετελέψεις τη δουλειά, σαν πεθυμώ (Φορτουν. Γ́ 354).
    • 2) Αποπερατώνω:
      • εξετέλεψέν το (ενν. το λουτρόν) (Αχιλλ. L 522).
    • 3) (Προκ. για γάμο) συμφωνώ οριστικά, «τελειώνω»:
      • (Φορτουν. Γ́ 98
      • ξετελεμένες και ακριβές χαρές (Φορτουν. Έ 172).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Τελειώνω:
      • με θάνατο η μαλιά έχει να ξετελέψει (Ερωτόκρ. Δ́ 1840).
    • 2) Φτάνω, σταματώ:
      • φθάνει (ενν. η άλυσις) έως κάτω και ξετελεύ’ η άκρα της στου καλικιού τον πάτον (Γεωργηλ., Θαν. 145 (έκδ. ξετελεύει άκρατα 'ς· διόρθ. Πολίτης Λ.))

[<επιτ. ξε‑ + τελεύω. Ο τ. ‑γω και σήμ. κρητ. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ξετελειώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες