Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπικρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπικρίζω [ksepikrízo] Ρ2.1α : για κτ. που χάνει την πικράδα του: Έβαλα τις ελιές στο νερό να ξεπικρίσουν. || κάνω κτ. να ξεπικρίσει.

[ξε- πικρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες