Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπαγώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπαγώνω [ksepaγóno] Ρ1α : ANT παγώνω. 1α. επαναφέρω κτ. που έχει παγώσει στην κανονική του θερμοκρασία· αποψύχω: ~ το κρέας. ~ το ψυγείο, κάνω απόψυξη. β. επανέρχομαι, ύστερα από πάγωμα, στην κανονική μου θερμοκρασία: Tο κρέας δεν έχει ξεπαγώσει ακόμα. 2. για επιφάνειες στις οποίες λιώνει το στρώμα του πάγου που τις είχε καλύψει: Ξεπάγωσαν οι δρόμοι.

[ξε- παγώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες