Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοπλένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοπλένω [ksenopléno] Ρ αόρ. ξενόπλυνα, απαρέμφ. ξενοπλύνει : για γυναίκα που εργαζόταν ως πλύστρα σε ξένα σπίτια: H μάνα του ξενοπλένοντας κατάφερε να τον σπουδάσει.

[ξενο- + πλένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες