Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενερίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενερίζω [ksenerízo] Ρ2.1α : (οικ.) 1. για ψάρι που χάνει τον προσανατολισμό του. 2. για ψάρι ή για πέτρα που ξεπροβάλλει μέσα από το νερό.

[μσν. ξενερίζω < ξε- νερ(ό) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξενερίζω.
  • (Προκ. για νησάκι ή ξέρα) προεξέχω (λίγο) από την επιφάνεια της θάλασσας:
    • (Πορτολ. Α 22610‑11, 3463).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. νερό + κατάλ. ‑ίζω· πβ. ξενερώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες