Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμουδιάζω [ksemuδjázo] Ρ2.1α μππ. ξεμουδιασμένος : μου φεύγει το μούδιασμα. ANT μουδιάζω: Kούνησε τα πόδια σου να ξεμουδιάσουν. Kατεβήκαμε από το αυτοκίνητο για να ξεμουδιάσουμε λίγο. Άντε να περπατήσουμε να ξεμουδιάσουμε. Ξεμούδιασε το δόντι μου, από τη νάρκωση.
[ξε- μουδιάζω]