Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμουδιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμουδιάζω [ksemuδjázo] Ρ2.1α μππ. ξεμουδιασμένος : μου φεύγει το μούδιασμα. ANT μουδιάζω: Kούνησε τα πόδια σου να ξεμουδιάσουν. Kατεβήκαμε από το αυτοκίνητο για να ξεμουδιάσουμε λίγο. Άντε να περπατήσουμε να ξεμουδιάσουμε. Ξεμούδιασε το δόντι μου, από τη νάρκωση.

[ξε- μουδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες