Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμεθώ [ksemeθó] & -άω Ρ10.1α αόρ. ξεμέθυσα, απαρέμφ. ξεμεθύσει : συνέρχομαι από μεθύσι. ANT μεθώ: Tο πρωί, όταν πήγα στο σπίτι του, δεν είχε ακόμη ξεμεθύσει από το χτεσινό γλέντι. || κάνω κπ. να συνέλθει από μεθύσι.
[ξε- μεθώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμεθώ.
-
- Συνέρχομαι από μεθύσι, ξεμεθώ:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 102r)·
- (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για γύπες):
- (Μπερτολδίνος 144).
[<στερ. ξε‑ + μεθώ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑υώ) και σήμ.]
- Συνέρχομαι από μεθύσι, ξεμεθώ:



